φωλεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωλεία < φωλεά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωλεία θηλυκό
- το φώλιασμα για ζώα αλλά και μεταφορικά για ανθρώπους
- η χειμερία νάρκη της αρκούδας