φωλεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωλεία < φωλεά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωλεία θηλυκό

  1. το φώλιασμα για ζώα αλλά και μεταφορικά για ανθρώπους
  2. η χειμερία νάρκη της αρκούδας