φωνή βοώντος εν τη ερήμω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωνή βοώντος εν τη ερήμω < φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ (Ησαΐας 40.3 και Κατὰ Ματθαῖον, 3.3, Κατὰ Λουκᾶν 3.4, Κατὰ Μάρκον 1.3, Κατὰ Ἰωάννην 1.23) Προφητεία του Ησαΐα, που επαληθεύεται με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή).
→ δείτε  η φωνή, τοῦ βοῶντος (εκείνου που φωνάζει), ἐν (σε, μέσα), δοτική: τῇ ἐρήμῳ (στην έρημο, δοτική)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foˈni voˈon.dos en‿ti‿eˈɾi.mo/

Έκφραση[επεξεργασία]

φωνή βοώντος εν τη ερήμω

  • σαν να μιλάω στην έρημο, δεν με ακούει κανείς, ούτε προσέχει κανείς τι λέω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]