φωνασκία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνασκία < αρχαία ελληνική φωνασκία (άσκηση της φωνής)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνασκία θηλυκό
- ο ενοχλητικός θόρυβος από πολλές φωνές, η ταυτόχρονη ομιλία πολλών ατόμων σε υψηλή ένταση