φωνηεντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνηεντισμός αρσενικό
- η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα λέξεως
- το σύνολο των φωνηέντων μιας γλώσσας, τα φωνήεντα
- μετατροπή σε φωνήεν
- παροχή ή συμπλήρωση (σε ένα συμφωνικό κείμενο, όπως συμβαίνει με την εβραϊκή και την αραβική γλώσσα) των φωνηέντων ή φωνηεντικών σημείων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροχή των φωνηέντων μιας λέξης