Μετάβαση στο περιεχόμενο

φωνητικά

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

φωνητικά < φωνητικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωνητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • το μέρος ενός τραγουδιού όπου ακούγεται φωνή τραγουδιστή ή χορωδίας
  • αν αφαιρεθούν τα φωνητικά, μένει μόνον η μουσική

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φωνητικά