φωνογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνογράφος < (αντιδάνειο) γαλλική phonographe (< phone + graphe) εκ των ελληνικών φωνή + γραφή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνογράφος αρσενικό (ή φωνόγραφος)
- η πρώτη συσκευή καταγραφής ήχου με χάραξη σε υλικό μέσο το οποίο επέτρεπε την αναπαραγωγή του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνογράφος