φωνοκαρδιογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωνοκαρδιογράφος οι φωνοκαρδιογράφοι
      γενική του φωνοκαρδιογράφου των φωνοκαρδιογράφων
    αιτιατική τον φωνοκαρδιογράφο τους φωνοκαρδιογράφους
     κλητική φωνοκαρδιογράφε φωνοκαρδιογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωνοκαρδιογράφος < φωνή + καρδιογράφος (αντιδάνειο) αγγλική phonocardiograph

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωνοκαρδιογράφος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]