φωνοληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνοληψία θηλυκό
- (τεχνολογία): η διεργασία σύλληψης και αποτύπωσης ήχου, που άλλοτε γινόταν μηχανικά, ενώ σήμερα επιχειρείται με ηλεκτροακουστικά μέσα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνοληψία
|