Μετάβαση στο περιεχόμενο

φωνόγραφος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωνόγραφος οι φωνόγραφοι
      γενική του φωνόγραφου
& φωνογράφου
των φωνόγραφων
& φωνογράφων
    αιτιατική τον φωνόγραφο τους φωνόγραφους
& φωνογράφους
     κλητική φωνόγραφε φωνόγραφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωνόγραφος <  δείτε τη λέξη φωνογράφος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωνόγραφος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]