φώρ

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από φωρ)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φώρ οἱ φῶρες
      γενική τοῦ φωρός τῶν φωρῶν
      δοτική τῷ φωρῐ́ τοῖς φωρσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν φῶρ τοὺς φῶρᾰς
     κλητική ! φώρ φῶρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φῶρε
γεν-δοτ τοῖν  φωροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φθείρ' όπως «φθείρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φώρ < φώρ επί της ώρας < εφώρας ως δασυνόμενο το δεύτερο συνθετικό. «εφωράθην κλέπτων οπώρας».

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φώρ αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

συγγενικά στα νέα ελληνικά

Πηγές[επεξεργασία]