φωριαμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φωριαμός | οι | φωριαμοί |
γενική | του | φωριαμού | των | φωριαμών |
αιτιατική | τον | φωριαμό | τους | φωριαμούς |
κλητική | φωριαμέ | φωριαμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωριαμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φωριαμός (μπαούλο)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.ɾi.aˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐ρι‐α‐μός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωριαμός αρσενικό
- (λόγιο) κιβώτιο ή ντουλάπι, συνήθως μεταλλικό, για φακέλους, βιβλία
- ※ Την προσοχή τους τράβηξε ένας σωρός από καλάμια μπαμπού. ΄Ήταν τοποθετημένα µπροστά σε δύο φωριαμούς µε αρκετές σειρές άδειων ραφιών, ύψους τουλάχιστον τριών µέτρων.
- (Θανάσης Νικολάου, ΟΙ ΕΨΙΛΟΝ, 2007, εκδόσεις: Λιβάνη, σελ. 582 @archive)
- ※ Την προσοχή τους τράβηξε ένας σωρός από καλάμια μπαμπού. ΄Ήταν τοποθετημένα µπροστά σε δύο φωριαμούς µε αρκετές σειρές άδειων ραφιών, ύψους τουλάχιστον τριών µέτρων.
Πηγές[επεξεργασία]
- φωριαμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φωριαμός | οἱ | φωριαμοί |
γενική | τοῦ | φωριαμοῦ | τῶν | φωριαμῶν |
δοτική | τῷ | φωριαμῷ | τοῖς | φωριαμοῖς |
αιτιατική | τὸν | φωριαμόν | τοὺς | φωριαμούς |
κλητική ὦ! | φωριαμέ | φωριαμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φωριαμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φωριαμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωριαμός, ήδη ομηρικό < επίθετο *φωρι(ός) (φορητός) +-αμός < θέμα με βάση μεταπτωτική βαθμίδα του φέρω (όπως φώρ (κλέφτης) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer- Δείτε και φωρώμαι. Κατ' άλλη άποψη, είναι δάνειο. [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωριαμός αρσενικό
- κιβώτιο, μπαούλο
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 228 (στίχοι 228-229)
- Ἦ, καὶ φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ᾽ ἀνέῳγεν· | ἔνθεν δώδεκα μὲν περικαλλέας ἔξελε πέπλους,
- Είπε και από τ᾽ αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία | σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἦ, καὶ φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ᾽ ἀνέῳγεν· | ἔνθεν δώδεκα μὲν περικαλλέας ἔξελε πέπλους,
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 104 (στίχοι 104-105)
- Ἑλένη δὲ παρίστατο φωριαμοῖσιν, | ἔνθ᾽ ἔσαν οἱ πέπλοι παμποίκιλοι, οὓς κάμεν αὐτή.
- Όσο για την Ελένη, στάθηκε πλάι στις κασέλες, | που έκρυβαν μέσα τους ρούχα πολύχρωμα με ξόμπλια — φαντά από τα ίδια της τα χέρια.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ἑλένη δὲ παρίστατο φωριαμοῖσιν, | ἔνθ᾽ ἔσαν οἱ πέπλοι παμποίκιλοι, οὓς κάμεν αὐτή.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 24 (Ω. Ἕκτορος λύτρα.), στίχ. 228 (στίχοι 228-229)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- φωριαμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φωριαμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αμός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Ιλιάδα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)