φωσφορίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωσφορίωση οι φωσφοριώσεις
      γενική της φωσφορίωσης* των φωσφοριώσεων
    αιτιατική τη φωσφορίωση τις φωσφοριώσεις
     κλητική φωσφορίωση φωσφοριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωσφοριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωσφορίωση < φωσφωριώνω, γαλλική phosphatation

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωσφορίωση θηλυκό

  1. (χημεία) η με χημική αντίδραση αντικατάσταση, ή προσθήκη ατόμων φωσφόρου στο μόριο μιας χημικής ένωσης
  2. ο με χημική μέθοδο εμπλουτισμός, ή επίστρωση, φωσφορικών αλάτων σε μεταλλικές επιφάνειες, άλλως φωσφάτωση

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]