φωσφοροσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωσφοροσκόπιο < φωσφόρ(ος) + -ο- + -σκόπιο [< σκοπέω-ῶ (παρατηρώ)], (αντιδάνειο) αγγλική phosphoroscope
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωσφοροσκόπιο ουδέτερο
- (φυσική, τεχνολογία) οπτικό όργανο - συσκευή μέτρησης της έντασης φωσφορισμού ουσίας, ή σώματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωσφοροσκόπιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπιο (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)