φωσφορύλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωσφορύλιο τα φωσφορύλια
      γενική του φωσφορυλίου
φωσφορύλιου
των φωσφορυλίων
    αιτιατική το φωσφορύλιο τα φωσφορύλια
     κλητική φωσφορύλιο φωσφορύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωσφορύλιο < αγγλική phosphoryl

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωσφορύλιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]