φωσφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωσφόρος < αρχαία ελληνική φωσφόρος < φῶς + φέρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωσφόρος αρσενικό ή φώσφορος και φώσφορο
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 15 και χημικό σύμβολο το P, που έχει την ιδιότητα να φέγγει στο σκοτάδι
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φωσφόρος | οι | φωσφόροι |
γενική | του | φωσφόρου | των | φωσφόρων |
αιτιατική | τον | φωσφόρο | τους | φωσφόρους |
κλητική | φωσφόρε | φωσφόροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
φωσφόρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωσφόρος