φωταγωγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωταγωγικός η φωταγωγική το φωταγωγικό
      γενική του φωταγωγικού της φωταγωγικής του φωταγωγικού
    αιτιατική τον φωταγωγικό τη φωταγωγική το φωταγωγικό
     κλητική φωταγωγικέ φωταγωγική φωταγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωταγωγικοί οι φωταγωγικές τα φωταγωγικά
      γενική των φωταγωγικών των φωταγωγικών των φωταγωγικών
    αιτιατική τους φωταγωγικούς τις φωταγωγικές τα φωταγωγικά
     κλητική φωταγωγικοί φωταγωγικές φωταγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωταγωγικός < φωταγωγία

Επίθετο[επεξεργασία]

φωταγωγικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]