φωταγωγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωταγωγός οι φωταγωγοί
      γενική του φωταγωγού των φωταγωγών
    αιτιατική τον φωταγωγό τους φωταγωγούς
     κλητική φωταγωγέ φωταγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωταγωγός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωταγωγός (αυτός που φωτίζει) από την έκφραση « φωταγωγός θυρίς» (παράθυρο). Συγχρονικά αναλύεται σε φωτ- + -αγωγός. Δείτε και το αρχαίο ρήμα ἄγω[1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fo.ta.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐τα‐γω‐γός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωταγωγός αρσενικό

  • ο σχετικά μικρός σε διαστάσεις, εσωτερικός κενός χώρος πολυκατοικίας που θεωρητικά χρησιμεύει για να παρέχει φωτισμό σε εσωτερικούς χώρους διαμερισμάτων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. φωταγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωταγωγός < (φῶς) φωτ- + -αγωγός (ἀγωγός). Το ουσιαστικό, από την έκφραση « φωταγωγός θυρίς»

Επίθετο[επεξεργασία]

φωταγωγός, -ός, -όν

  • που φέρνει φως

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωταγωγός θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]