Μετάβαση στο περιεχόμενο

φωτεινός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτεινός η φωτεινή το φωτεινό
      γενική του φωτεινού της φωτεινής του φωτεινού
    αιτιατική τον φωτεινό τη φωτεινή το φωτεινό
     κλητική φωτεινέ φωτεινή φωτεινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτεινοί οι φωτεινές τα φωτεινά
      γενική των φωτεινών των φωτεινών των φωτεινών
    αιτιατική τους φωτεινούς τις φωτεινές τα φωτεινά
     κλητική φωτεινοί φωτεινές φωτεινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωτεινός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φωτεινός <  δείτε τη λέξη φῶς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fo.tiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωτεινός

Επίθετο

[επεξεργασία]

φωτεινός, -ή, -ό

  1. που εκπέμπει φως, που φωτίζει, που λάμπει
    παράδειγμα  φωτεινό αστέρι
  2. που φωτίζεται, που έχει φως
    παράδειγμα  φωτεινό δωμάτιο
  3. (μεταφορικά) που ξεχωρίζει θετικά, που υπερέχει και αποτελεί πρότυπο
    παράδειγμα  φωτεινός νους
  4. (για χρώμα) ο ανοιχτόχρωμος, ο ζωηρός
    παράδειγμα  φωτεινά χρώματα
    παράδειγμα φωτεινό κόκκινο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φωτεινός φωτεινή τὸ φωτεινόν
      γενική τοῦ φωτεινοῦ τῆς φωτεινῆς τοῦ φωτεινοῦ
      δοτική τῷ φωτειν τῇ φωτειν τῷ φωτειν
    αιτιατική τὸν φωτεινόν τὴν φωτεινήν τὸ φωτεινόν
     κλητική ! φωτεινέ φωτεινή φωτεινόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φωτεινοί αἱ φωτειναί τὰ φωτεινᾰ́
      γενική τῶν φωτεινῶν τῶν φωτεινῶν τῶν φωτεινῶν
      δοτική τοῖς φωτεινοῖς ταῖς φωτειναῖς τοῖς φωτεινοῖς
    αιτιατική τοὺς φωτεινούς τὰς φωτεινᾱ́ς τὰ φωτεινᾰ́
     κλητική ! φωτεινοί φωτειναί φωτεινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φωτεινώ τὼ φωτεινᾱ́ τὼ φωτεινώ
      γεν-δοτ τοῖν φωτεινοῖν τοῖν φωτειναῖν τοῖν φωτεινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωτεινός < φῶς, φωτ- + -εινός κατά τα αρχαιότερα φαεινός < *φαϜεσ-νός, σκοτεινός[1]

ζητούμενο λήμμα

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.