φωτιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτιά οι φωτιές
      γενική της φωτιάς των φωτιών
    αιτιατική τη φωτιά τις φωτιές
     κλητική φωτιά φωτιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φωτία (λάμψη) < φωτ- (< φῶς) + -ία (> -ιά)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐τιά
Φωτιά καίει σε τζάκι.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτιά θηλυκό

  1. η ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός η οποία παρατηρείται κατά τη γρήγορη καύση εύφλεκτου υλικού που συνοδεύεται συνήθως από φλόγα
  2. η πυρκαγιά
    ξέσπασε μεγάλη φωτιά στο δάσος
  3. (κατ’ επέκταση) η λάμψη
    τα μάτια του πετούσαν φωτιές
  4. μέσο για το άναμμα φωτιάς
    δεν έχω φωτιά επάνω μου
    → δείτε τις λέξεις αναπτήρας και σπίρτο
  5. (συνεκδοχικά) φλόγα
  6. (μεταφορικά) ένταση και ό,τι την προκαλεί
  7. (μεταφορικά) έντονος ερωτικός πόθος

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  1. ο καύσωνας
  2. κάποιος πολύ εκνευρισμένος
    άσ'τον ήσυχο σήμερα, είναι φωτιά και λάβρα
  3. κάτι πανάκριβο
    τα ρούχα σήμερα είναι φωτιά και λάβρα

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]