φωτιστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτιστικό τα φωτιστικά
      γενική του φωτιστικού των φωτιστικών
    αιτιατική το φωτιστικό τα φωτιστικά
     κλητική φωτιστικό φωτιστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωτιστικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο φωτιστικός < φωτιστικό (σώμα)
Φωτιστικά οροφής.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωτιστικό ουδέτερο

  • συσκευή φωτισμού, για την παραγωγή φωτός σε σκοτεινό μέρος
Εντός, πωλούνται φωτιστικά δαπέδου και οροφής.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φωτιστικό