φωτιστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτιστικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο φωτιστικός < φωτιστικό (σώμα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτιστικό ουδέτερο
- συσκευή φωτισμού, για την παραγωγή φωτός σε σκοτεινό μέρος
- Εντός, πωλούνται φωτιστικά δαπέδου και οροφής.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φωτιστικό
- αιτιατική ενικού του φωτιστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του φωτιστικός