φωτοαντιγραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοαντιγραφικός < φωτοαντίγραφο
Επίθετο[επεξεργασία]
φωτοαντιγραφικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την παραγωγή φωτοαντιγράφων
- το φωτοαντιγραφικό' μηχάνημα