φωτοβόλημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτοβόλημα τα φωτοβολήματα
      γενική του φωτοβολήματος των φωτοβολημάτων
    αιτιατική το φωτοβόλημα τα φωτοβολήματα
     κλητική φωτοβόλημα φωτοβολήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτοβόλημα < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική φωτοβόλημα < (φωτοβολώ) φωτοβολη- + -μα[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fo.toˈvo.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐το‐βό‐λη‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτοβόλημα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα