φωτογραφομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτογραφομετρία οι φωτογραφομετρίες
      γενική της φωτογραφομετρίας των φωτογραφομετριών
    αιτιατική τη φωτογραφομετρία τις φωτογραφομετρίες
     κλητική φωτογραφομετρία φωτογραφομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτογραφομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photographométrie < photographie (< φῶς + γράφω) + -métrie (< μέτρον) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτογραφομετρία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]