φωτοδότρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοδότρα | οι | φωτοδότρες |
γενική | της | φωτοδότρας | — | |
αιτιατική | τη | φωτοδότρα | τις | φωτοδότρες |
κλητική | φωτοδότρα | φωτοδότρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτοδότρα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη φωτοδότης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτοδότρα
|