φωτομηχανικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτομηχανικός η φωτομηχανική το φωτομηχανικό
      γενική του φωτομηχανικού της φωτομηχανικής του φωτομηχανικού
    αιτιατική τον φωτομηχανικό τη φωτομηχανική το φωτομηχανικό
     κλητική φωτομηχανικέ φωτομηχανική φωτομηχανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτομηχανικοί οι φωτομηχανικές τα φωτομηχανικά
      γενική των φωτομηχανικών των φωτομηχανικών των φωτομηχανικών
    αιτιατική τους φωτομηχανικούς τις φωτομηχανικές τα φωτομηχανικά
     κλητική φωτομηχανικοί φωτομηχανικές φωτομηχανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτομηχανικός < φως + μηχανικός ( < μηχανή)

Επίθετο[επεξεργασία]

φωτομηχανικός -ή -ό

  • σχετικός με την αναπαραγωγή εικόνων χάρη στη φωτογραφία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]