φωτορεπόρτερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτορεπόρτερ < γαλλική photoreporter ή γερμανική Fotoreporter < photo- (φωτο-) + reporter (ρεπόρτερ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτορεπόρτερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]