φωτορεπόρτερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτορεπόρτερ < γαλλική photoreporter ή γερμανική Fotoreporter < photo- (φωτο-) + reporter (ρεπόρτερ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτορεπόρτερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα, φωτογραφία) ο φωτογράφος που καλύπτει την ειδησεογραφία φωτογραφικά είτε ως μισθωτός σε ένα έντυπο είτε ως ελεύθερος επαγγελματίας που πουλά τα στιγμιότυπα που απαθανατίζει σε όποιο έντυπο ενδιαφέρεται.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτορεπόρτερ
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φωτο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Φωτογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)