φωτορυθμικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | φωτορυθμικά | ||
γενική | των | φωτορυθμικών | ||
αιτιατική | τα | φωτορυθμικά | ||
κλητική | φωτορυθμικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτορυθμικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φωτορυθμικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.to.ɾi.θmiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐ρυθ‐μι‐κά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτορυθμικά[1] ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- για εγκατάσταση που η ένταση του φωτισμού και το χρώμα του διαφοροποιούνται καθώς αλλάζει ο ρυθμός της μουσικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτορυθμικά
|
- ↑ φωτορυθμικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.