φωτοψίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοψίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική photopsin < phot(o)- (φωτ-) + opsin (οψίνη) (< αρχαία ελληνική φῶς & ὄψις) + -ίνη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.toˈpsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐ψί‐νη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτοψίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) μια από τις δυο χρωστικές ουσίες που υπάρχουν στο μάτι και συμβάλλουν στη λειτουργία της όρασης (η δεύτερη χρωστική ονομάζεται ροδοψίνη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις φως και όψη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φωτ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)