φόβητρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φόβητρο | τα | φόβητρα |
γενική | του | φόβητρου | των | φόβητρων |
αιτιατική | το | φόβητρο | τα | φόβητρα |
κλητική | φόβητρο | φόβητρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φόβητρο < αρχαία ελληνική φόβητρον < φοβέω-ῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φόβητρο ουδέτερο
- μέσο εκφοβισμού, οτιδήποτε προκαλεί φόβο, πρόσωπο, αντικείμενο, αφηρημένη έννοια κ.λπ.
- το φόβητρο του σκιάχτρου στο περιβόλι, το φόβητρο του μπαμπούλα στα παραμύθια κ.λπ.
- το φόβητρο της χρεωκοπίας και της εξόδου από το ευρώ
- το φόβητρο του σχολείου είναι συνήθως κάποιος νταής από τις μεγαλύτερες τάξεις
- πολλές χρησιμοποιούν ως φόβητρο τα σκυλιά για να φάει το παιδί τους και τα κάνουν φοβικά χωρίς λόγο