φόδρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φόδρα | οι | φόδρες |
γενική | της | φόδρας | των | φοδρών |
αιτιατική | τη | φόδρα | τις | φόδρες |
κλητική | φόδρα | φόδρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φόδρα < (άμεσο δάνειο) βενετική fodra < πρωτογερμανική *fōdrą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόδρα θηλυκό