φόλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φόλα | οι | φόλες |
γενική | της | φόλας | — | |
αιτιατική | τη | φόλα | τις | φόλες |
κλητική | φόλα | φόλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φόλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φόλα < λατινική follis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰolǵʰnis < *bʰelǵʰ- (διογκώνω, φουσκώνω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόλα θηλυκό
- δηλητηριασμένο κομμάτι τροφής που αποσκοπεί στην εξόντωση (αδέσποτου συνήθως) ζώου (συχνά με φρικτούς πόνους)
- (μεταφορικά) δόλωμα, ψέμα
- (μειωτικό) απαξιωτικός χαρακτηρισμός, κυρίως για κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο
- (μειωτικό) απαξιωτικός χαρακτηρισμός για μη εμφανίσιμες γυναίκες,που χρησιμοποιείται κυρίως σε φόρουμ για κριτική οίκων ανοχής
- κομματάκι από διάφορα υλικά (σαμπρέλα, δέρμα κ.λπ.), με το οποίο μπαλώνουμε κάτι που έχει τρυπήσει ή έχει φθαρεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)