φόρτιση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φόρτιση | οι | φορτίσεις |
| γενική | της | φόρτισης* | των | φορτίσεων |
| αιτιατική | τη | φόρτιση | τις | φορτίσεις |
| κλητική | φόρτιση | φορτίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φορτίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φόρτιση < αρχαία ελληνική φόρτισις < φόρτος < φορτίζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόρτιση θηλυκό
- η ενέργεια του φορτίζω, η παροχή ηλεκτρικού φορτίου σε μπαταρία
- η αύξηση της έντασης μιας κατάστασης
- η έντονη συναισθηματική χροιά μιας λέξης ή φράσης