φύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φύτρα | οι | φύτρες |
γενική | της | φύτρας | των | φυτρών |
αιτιατική | τη | φύτρα | τις | φύτρες |
κλητική | φύτρα | φύτρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φύτρα < αρχαία ελληνική φύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φύτρα θηλυκό
- το φύτρο, το φυτό σε πρώτο στάδιο ανάπτυξης
- (μεταφορικά) η καταγωγή ενός ανθρώπου
- (μεταφορικά) οι απόγονοι ενός ανθρώπου
- η ρίζα της τρίχας