Μετάβαση στο περιεχόμενο

φώκια

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φώκια οι φώκιες
      γενική της φώκιας
    αιτιατική τη φώκια τις φώκιες
     κλητική φώκια φώκιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φώκια < αρχαία ελληνική φώκη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
μια φώκια απολαμβάνει τον ήλιο

φώκια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]