φώκια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φώκια | οι | φώκιες |
γενική | της | φώκιας | — | |
αιτιατική | τη | φώκια | τις | φώκιες |
κλητική | φώκια | φώκιες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φώκια < αρχαία ελληνική φώκη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φώκια θηλυκό
- (ζωολογία) μεγαλόσωμο αμφίβιο θηλαστικό ζώο, με άκρα σαν πτερύγια, από την οικογένεια Phocidae· μένει κοντά στη θάλασσα ή στον ωκεανό και τρώει κυρίως ψάρια