φώτισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φώτισμα τα φωτίσματα
      γενική του φωτίσματος των φωτισμάτων
    αιτιατική το φώτισμα τα φωτίσματα
     κλητική φώτισμα φωτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φώτισμα < (ελληνιστική κοινή) φώτισμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φώτισμα ουδέτερο

  1. φωτισμός, παροχή φωτός
  2. βάφτιση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]