χάιδεψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxai̯.ðe.psa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χάι‐δε‐ψα

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χάιδεψα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χαϊδεύω