χάλασμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χάλασμα < ελληνιστική χάλασμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάλασμα ουδέτερο
- η φθορά, το αποτέλεσμα του χαλώ
- ερείπιο, γκρεμισμένο κτίριο (καταχρηστικά, χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός για την ίδια έννοια)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χάλασμα αρσενικό
- χαλάρωμα, λασκάρισμα
- η απόσταση μεταξύ δύο στρατιωτών σε φάλαγγα
- (ιατρική) η κήλη
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- χάλασμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάλασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.