χάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάλι | τα | χάλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χάλι | τα | χάλια |
κλητική | χάλι | χάλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hâl < αραβική حال (hāl)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάλι ουδέτερο
- πολύ κακή, πολύ άθλια ή εξαθλιωμένη κατάσταση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαι ένα χάλι/μάτσο χάλια, έχω το κακό/μαύρο μου το χάλι , έχω τα μαύρα μου τα χάλια/τα χάλια μου = είμαι σε πολύ κακή/άθλια κατάσταση, έχω άθλια εμφάνιση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)