χάλυψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάλυψ < από το λαό των Χαλύβων στον Πόντο, οι οποίοι ήταν εξαιρετικοί μεταλλουργοί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάλυψ (γενική: χάλυβος)
- σίδηρος, κράμα σιδήρου, χάλυβας, ατσάλι, κάθε τι εξαιρετικά σκληρό
- ὦ ψυχὴ σκληρά, χάλυβος λιθοκόλλητον στόμιον παρέχουσ᾽, ἀνάπαυε βοήν: ω σκληρή ψυχή, δώσε μου λίγο ατσάλι να σφραγίσω τα χείλη μου σαν πέτρα με πέτρα να πάψω να βογγώ (Σοφοκλής, Τραχινίαι)
- κτύπου γὰρ ἀχὼ χάλυβος διῇξεν ἄντρων μυχόν: γιατί ο αχός από την κλαγγή του σίδερου ακούγεται και έξω από τη σπηλιά (Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης)