χάντικαπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάντικαπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική handicap
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxan.di.kap/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάντικαπ ουδέτερο άκλιτο
- είδος στοιχήματος στο οποίο συνυπολογίζεται και το θεωρητικό μειονέκτημα ή προβάδισμα που έχει αυτός από τους αγωνιζόμενους που θεωρείται αουτσάιντερ ή φαβορί αντιστοίχως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάντικαπ
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)