χάντμπολ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Γυναίκα παίζει χάντμπολ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάντμπολ < (λόγιο δάνειο) αγγλική handball [1] < hand + ball

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxand.bol/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάντμπολ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]