χάπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάπι τα χάπια
      γενική του χαπιού των χαπιών
    αιτιατική το χάπι τα χάπια
     κλητική χάπι χάπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάπι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حب‎[1] (τουρκική hap) + < αραβική ḥabb (χάπι, σπόρος) [2] < ρίζα ح ب ب‎ (ḥ-b-b)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxa.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐πι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάπι ουδέτερο

  1. (φαρμακευτική) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται από το στόμα, σε συμπυκνωμένη και στερεά μορφή και σε μικρό μέγεθος ώστε να είναι εύκολο στην κατάποση
     συνώνυμα: δισκίο, καταπότι (λαϊκότροπο)
  2. (ειδικότερα) το αντισυλληπτικό (χάπι)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 749 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
  2. حب #στην 3η προφορά στο αγγλικό Βικιλεξικό