χάπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάπι | τα | χάπια |
γενική | του | χαπιού | των | χαπιών |
αιτιατική | το | χάπι | τα | χάπια |
κλητική | χάπι | χάπια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάπι ουδέτερο
- (φαρμακευτική) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται από το στόμα, σε συμπυκνωμένη και στερεά μορφή και σε μικρό μέγεθος ώστε να είναι εύκολο στην κατάποση
- (ειδικότερα) το αντισυλληπτικό (χάπι)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- χρυσώνω το χάπι: παρουσιάζω κάτι δυσάρεστο και αναπόφευκτο ως θετικό και ευχάριστο
- τα χάπια μου!: επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει σε σχήμα υπερβολής ότι ο ομιλητής είναι πάρα πολύ εκνευρισμένος, τσαντισμένος, θυμωμένος και χρειάζεται ηρεμιστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)