χάσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάσι τα χάσια
      γενική του χασιού των χασιών
    αιτιατική το χάσι τα χάσια
     κλητική χάσι χάσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάσι < τουρκική hâss

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάσι ουδέτερο

  • (παρωχημένο) (ιστορία) (Τουρκοκρατία) (συνήθως στον πληθυντικό: χάσια) περιοχή της οποίας τους πόρους / προσόδους καρ­πώνονταν ο σουλτάνος ή υψηλόβαθμοί Οθωμανοί αξιωματούχοι (ή και άλλοι)
    ※  Στην περίοδο της παρακμής, όταν οι πρόσοδοι ενός ολόκληρου καζά αποτελούσαν χάσι κάποιου σημαντικού προσώπου, π.χ. γυναίκας του χαρεμιού, τα πράγματα άλλα­ζαν και οι φόροι γίνονταν λιγότερο επαχθείς. (Ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669–1821): Τουρκοκρατία, λατινοκρατία, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, ISBN: 978–960–213–107–7, σελ. 135.)
    ※  Τιμάρια, ζιαμέτια και χάσια διακρίνονταν μεταξύ τους από το ύψος των προσόδων που το καθένα παρείχε στον επικαρπωτή του. Ως τον 16ο αιώνα το τιμάριο προσ­διοριζόταν ως πρόσοδος 2.000 ή 3.000 – 19.999 άσπρων (akçe), το ζιαμέτι 20.000 – 99.999 και το χάσι από 100.000 άσπρα και πάνω. (Ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669–1821): Τουρκοκρατία, λατινοκρατία, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, ISBN: 978–960–213–107–7, σελ. 108.)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]