χέζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈçe.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χέ‐ζο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

χέζομαι, π.αόρ.: χέστηκα, μτχ.π.π.: χεσμένος

Κλίση[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη χέζω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]