χέρρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χέρρος < χέρσος

Επίθετο[επεξεργασία]

χέρρος, ος, ον (το χέρσος στους Αττικούς)

παραδοῦναι [τήν γῆν] χέρρον, ψιλήν