χέσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χέσιμο | τα | χεσίματα |
γενική | του | χεσίματος | των | χεσιμάτων |
αιτιατική | το | χέσιμο | τα | χεσίματα |
κλητική | χέσιμο | χεσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χέσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του χέζω, η αφόδευση
- (χυδαίο) η σφοδρή επίπληξη
- με φώναξε ο προϊστάμενος στο γραφείο του κι έφαγα ένα χέσιμο!
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χέσιμο
|