χέστηδων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈçe.sti.ðon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χέ‐στη‐δων
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
χέστηδων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του χέστης