χέστηκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈçe.sti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χέ‐στη‐κα
Επιφώνημα[επεξεργασία]
χέστηκα!
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
χέστηκα
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χέζομαι, παθητική φωνή του ρήματος χέζω