χέστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χέστης | οι | χέστες & χέστηδες |
γενική | του | χέστη | των | — & χέστηδων |
αιτιατική | τον | χέστη | τους | χέστες & χέστηδες |
κλητική | χέστη | χέστες & χέστηδες | ||
όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χέστης αρσενικό
- αυτός που χέζεται από το φόβο του, που τα κάνει πάνω του, ο δειλός, ο φοβητσιάρης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χέστης