χήνα του Καναδά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χήνα του Καναδά | οι | χήνες του Καναδά |
γενική | της | χήνας του Καναδά | των | χηνών του Καναδά |
αιτιατική | τη | χήνα του Καναδά | τις | χήνες του Καναδά |
κλητική | χήνα του Καναδά | χήνες του Καναδά | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χήνα του Καναδά < μεταφραστικό δάνειο από διαγλωσσικούς όρους Branta canadensis (νεολατινικά)
- χήνα: μετάφραση για το γένος Branta < απόδοση για την παλαιά νορβηγική brandgás (καμένη -μαύρη- χήνα) < πρωτογερμανικής προέλευσης [1] → δείτε τις λέξεις χήνα και χήν
- του Καναδά: μετάφραση για το νεολατινικό ταξινομικό επίθετο canadensis (καναδικός) [2] → δείτε τη λέξη Καναδάς
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]- (πτηνό) μεγάλη χήνα του είδους Branta canadensis
- ως ταξινομικός όρος γράφεται: Χήνα του Καναδά (κύριο όνομα)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- καναδόχηνα
- καναδική χήνα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- δείτε επίσης: Canada goose στην αγγλική Βικιπαίδεια
- χήνα στη Βικιπαίδεια
- χήνα στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χήνα του Καναδά
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Branta στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ canadensis στο αγγλικό Βικιλεξικό
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)